-
1 красить
-
2 выкрасить
-ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкрашенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.βάφω, χρωματίζω, μπογιατίζω.βάφομαι, χρωματίζομαι, μπογιατίζομαι. || λερώνομαι με μπογιές. || (για μαλλιά) βάφομαι• βάφω τα μαλλιά μου. -
3 красить
краситьнесов1. βάφω, μπογιατίζω:\красить волосы βάφω τά μαλλιά·2. (украшать) στολίζω, ἐξωραΐζω, καλλωπίζω. -
4 чернить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чернённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.δ.μ.1. μαυρίζω, βάφω μαύρο•чернить волосы βάφω τα μαλλιά μαύρα.
2. μτφ. αμαυρώνω, δυσφημώ.3. βλ. воронить.1. βάφομαι μαύρος.2. μτφ. αμαυρώνομαι, δυσφημούμαι. -
5 подчернить
ρ.σ.μ. μαυρίζω, βάφω μαύρο•брови и ресниц βάφω μαύρα τα φρύδια και τα τσίνουρα.
βάφω μαύρα (για μαλλιά, φρύδια κ.τ.τ.). -
6 вычернить
ρ.σ.μ. βάφω μαύρο, μαυρίζω•волосы и брови βάφω μαύρα τα μαλλιά και τα φρύδια.
См. также в других словарях:
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
ζαφορίζω — [ζαφορά] βάφω τα μαλλιά μου με ζαφορά … Dictionary of Greek
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek
ασπρίζω — 1. κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω 2. βάφω άσπρο, ασβεστώνω 3. καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω 4. ξασπρίζω, ξεθωριάζω, κάνω κάτι να χάσει το άσπρο χρώμα του 5. φαίνομαι άσπρος, διακρίνομαι με τη λευκότητά μου («κάτι άσπριζε στο βάθος») 6. ασπρίζουν τα μαλλιά… … Dictionary of Greek